εἰνάλιαι

εἰνάλιαι
ἐνάλιος
in
fem nom/voc pl (epic)
εἰνάλιος
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • εἰνάλι' — εἰνάλια , ἐνάλιος in neut nom/voc/acc pl (epic) εἰνάλιε , ἐνάλιος in masc voc sg (epic) εἰνάλιαι , ἐνάλιος in fem nom/voc pl (epic) εἰνάλια , εἰνάλιος neut nom/voc/acc pl εἰνάλιε , εἰνάλιος masc voc sg εἰνάλιαι , εἰνάλιος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”